«Μας είχε γεννήσει και τους δύο λαούς η ίδια γη. Στο βάθος της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί.» Αυτά διηγείται ο Μανώλης Αξιώτης. Αν και στο χωριό του αφηγητή δεν υπήρχαν Τούρκοι, πολλές φορές οι Ελληνες δούλευαν μαζί με τους Τούρκους και εμπορεύονταν προϊόντα. Οι Τούρκοι σέβονταν τους Έλληνες και τους θαύμαζαν, επειδή ήταν εργατικοί και έξυπνοι. Οι Έλληνες είχαν γιατρούς και φάρμακα κι αυτό έκανε τους Τούρκους να τους εμπιστεύονται. Μερικοί από τους Τούρκους, μάλιστα, προσκυνούσαν κρυφά τις εικόνες των αγίων της Χριστιανοσύνης κι αφήνανε τάματα.
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά, έως το 1912. Τότε που “..ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ' την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντια μας.” Οι απλοί άνθρωποι φανατίστηκαν από τους επικεφαλείς τους και από τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Αυτοί έστρεψαν τον τουρκικό λαό ενάντια στους ΕλληνεςΑκόμη, όμως και μέσα στην φρίκη του πολέμου δεν χάθηκε η ανθρωπιά. «Νόμιζα πως τούτη η ζωή θα κατάφερνε να στομώσει την ψυχή ολότελα. Κι όμως! θυμάμαι τη μέρα που τέλειωσε το τουνέλι και τα δυο συνεργεία ανταμώσαμε στη μέση του σκοτεινού βουνού. Τι χαρά ήτανε εκείνη! Τι συγκίνηση! Αχ, καημένε άνθρωπε! Τόνε κουβαλάς λοιπόν μέσα σου το θεό! Τι 'μαστε μεις κείνη την εποχή; Χτικιάρηδες, πεινασμένοι σκλάβοι που ζούσανε με την ανάμνηση της ζωής. Εφτά μήνες σκαλίζαμε την πέτρα. Της τρώγαμε τα σπλάχνα και μας έτρωγε τα δικά μας. Κι όταν τη νικήσαμε και δώσαμε ένα τελείωμα στο έργο μας, μας πήρε η περηφάνια. Είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια, όταν από τούτα τα τουνέλια θα περνούνε τα καλά και τα αγαθά της Ανατολής, τα σύκα, οι σταφίδες, τα καπνά, τα στάρια και τα λάδια μας. Ρωμιοί και Τούρκοι αποξεχαστήκαμε και σφίγγαμε τα χέρια σαν τ' αγαπημένα αδέρφια.»Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει: “ Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
Στην πάνω γειτονιά της Τούρκικης συνοικίας της Σμύρνης.Ο κ. Λέων Μακάς, σε εργασία του που δημοσιεύτηκε το 1919, δίνει τα παρακάτω νούμερα για όλη τη περιοχή της Σμύρνης:243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι, και 51.872 ξένοι, σύνολο 416.494 κατοίκων.
Επί παραδείγματι: Όταν ήτανε απόκριες, έναν μήνα νωρίτερα, μαζεύονταν οι άνδρες όλοι. Λοιπόν, γινόταν μια παρέα πέντε - δέκα ατόμων, όσα χρειάζονταν, και οργάνωναν παράσταση, και παρίσταναν το '21. Με αυτόν τον τρόπο μέσα στο τουρκικό κράτος και με τους Τούρκους δείχναμε ποιοι είμαστε, ποιους πονάμε και ποιες είναι οι ρίζες μας. Λοιπόν, τα παιδιά, ο ένας επί παραδείγματι ήτανε χτίστης, ο άλλος καλλιεργούσε, ο άλλος ήτανε σε γραφείο, έλεγαν αυτά τώρα μεταξύ τους: "Ελάτε να μοιραστούμε τους ρόλους", επί παραδείγματι τον Μάρκο Μπότσαρη. Είχαμε και τους Τούρκους να έρχονται κοντά μας, να το παρακολουθούν και να χαίρονται. Κάνανε λοιπόν τα παιδιά θέατρο, μοιράζονταν τους ρόλους ο καθένας, τους μελετούσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μπροστά του, και έρχονταν οι απόκριες και έλεγαν ότι θα το παραστήσουν στα κεντρικά σημεία της πόλεως.Οι γυναίκες δεν βγαίνανε και δεν μπορούσανε να πάνε κοντά να δουν, αλλά μόνο από τα μπαλκόνια και από τα παράθυρα. Εκεί, όσες είχαν φίλες, πηγαίνανε στα φιλικά σπίτια. Έβγαινε ένας με μια κουδούνα και τον λέγανε Φεσάρα, μιλάω τώρα για τα Βουρλά της Μ. Ασίας, κι έλεγε ότι στου Ξύστρη το καφενείο επί παραδείγματι θα παραστήσουμε την Γκόλφω ή τον Καραϊσκάκη ή τον Κατσαντώνη. Οι άντρες πήγαιναν έξω, γύρω γύρω και άκουγαν, οι γυναίκες μέσα στα σπίτια, στις φίλες τους, όλες μαζί από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια και στηνόταν εκεί το σκηνικό μιας παράστασης. Και ήταν η Ελλάδα. Στήνονταν γύρω γύρω σημαίες ελληνικές και άρχιζαν να λένε τα ελληνικά τραγούδια και να κάνουν την παράσταση. Και οι Τούρκοι έρχονταν, οι άντρες, γιατί οι Τουρκάλες γυναίκες δεν βγαίνανε έξω.Οι άντρες έρχονταν και μάλιστα πολλούς επίσημους Τούρκους τους καλούσαμε, τους κάναμε προσκλήσεις και αυτοί όχι μόνο χαίρονταν, αλλά όταν οι Έλληνες αρχίζανε τα χειροκροτήματα και τα ζήτω, οι Τούρκοι ταυτόχρονα μαζί μας και αυτοί φώναζαν "Γιασασίν Ελλάς", όπως λέγαμε εμείς "ζήτω η Ελλάδα", έλεγαν κι αυτοί. Ήτανε σε τέτοιο σημείο η αγάπη και δεν υπήρχε πονηρό σημείο, γιατί πρώτα πρώτα είχαν το δικαίωμα να μας το απαγορεύσουν αυτό. Να μας πουν: "εδώ είναι άλλο κράτος είναι Τουρκία, όταν θέλετε να απλώσετε τις ελληνικές σημαίες να πάτε στην Ελλάδα". Ποτέ δεν το έκαναν. Όλοι μπορούσαν να δένονται και να μαθαίνουν τα πάντα και να είναι και με τους Τούρκους φίλοι. Όμως δεν υπήρχανε και πονηρίες. Αν συνέβαιναν τέτοια, υπήρχανε οι μεγάλοι - μεγάλοι λέγονταν στην ηλικία - τους οποίους σέβονταν οι άλλοι οι νέοι και του 'λεγε του νέου "άκουσε εδώ, έμαθα ότι πέρασες και κοίταξες του Αλή την κόρη, πρόσεξε καλά! δεν είναι της θρησκείας μας, το κατάλαβες;", κι εκείνος το σκεφτόταν.”
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά, έως το 1912. Τότε που “..ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ' την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντια μας.” Οι απλοί άνθρωποι φανατίστηκαν από τους επικεφαλείς τους και από τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Αυτοί έστρεψαν τον τουρκικό λαό ενάντια στους ΕλληνεςΑκόμη, όμως και μέσα στην φρίκη του πολέμου δεν χάθηκε η ανθρωπιά. «Νόμιζα πως τούτη η ζωή θα κατάφερνε να στομώσει την ψυχή ολότελα. Κι όμως! θυμάμαι τη μέρα που τέλειωσε το τουνέλι και τα δυο συνεργεία ανταμώσαμε στη μέση του σκοτεινού βουνού. Τι χαρά ήτανε εκείνη! Τι συγκίνηση! Αχ, καημένε άνθρωπε! Τόνε κουβαλάς λοιπόν μέσα σου το θεό! Τι 'μαστε μεις κείνη την εποχή; Χτικιάρηδες, πεινασμένοι σκλάβοι που ζούσανε με την ανάμνηση της ζωής. Εφτά μήνες σκαλίζαμε την πέτρα. Της τρώγαμε τα σπλάχνα και μας έτρωγε τα δικά μας. Κι όταν τη νικήσαμε και δώσαμε ένα τελείωμα στο έργο μας, μας πήρε η περηφάνια. Είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια, όταν από τούτα τα τουνέλια θα περνούνε τα καλά και τα αγαθά της Ανατολής, τα σύκα, οι σταφίδες, τα καπνά, τα στάρια και τα λάδια μας. Ρωμιοί και Τούρκοι αποξεχαστήκαμε και σφίγγαμε τα χέρια σαν τ' αγαπημένα αδέρφια.»Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει: “ Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
Στην πάνω γειτονιά της Τούρκικης συνοικίας της Σμύρνης.Ο κ. Λέων Μακάς, σε εργασία του που δημοσιεύτηκε το 1919, δίνει τα παρακάτω νούμερα για όλη τη περιοχή της Σμύρνης:243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι, και 51.872 ξένοι, σύνολο 416.494 κατοίκων.
Επί παραδείγματι: Όταν ήτανε απόκριες, έναν μήνα νωρίτερα, μαζεύονταν οι άνδρες όλοι. Λοιπόν, γινόταν μια παρέα πέντε - δέκα ατόμων, όσα χρειάζονταν, και οργάνωναν παράσταση, και παρίσταναν το '21. Με αυτόν τον τρόπο μέσα στο τουρκικό κράτος και με τους Τούρκους δείχναμε ποιοι είμαστε, ποιους πονάμε και ποιες είναι οι ρίζες μας. Λοιπόν, τα παιδιά, ο ένας επί παραδείγματι ήτανε χτίστης, ο άλλος καλλιεργούσε, ο άλλος ήτανε σε γραφείο, έλεγαν αυτά τώρα μεταξύ τους: "Ελάτε να μοιραστούμε τους ρόλους", επί παραδείγματι τον Μάρκο Μπότσαρη. Είχαμε και τους Τούρκους να έρχονται κοντά μας, να το παρακολουθούν και να χαίρονται. Κάνανε λοιπόν τα παιδιά θέατρο, μοιράζονταν τους ρόλους ο καθένας, τους μελετούσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μπροστά του, και έρχονταν οι απόκριες και έλεγαν ότι θα το παραστήσουν στα κεντρικά σημεία της πόλεως.Οι γυναίκες δεν βγαίνανε και δεν μπορούσανε να πάνε κοντά να δουν, αλλά μόνο από τα μπαλκόνια και από τα παράθυρα. Εκεί, όσες είχαν φίλες, πηγαίνανε στα φιλικά σπίτια. Έβγαινε ένας με μια κουδούνα και τον λέγανε Φεσάρα, μιλάω τώρα για τα Βουρλά της Μ. Ασίας, κι έλεγε ότι στου Ξύστρη το καφενείο επί παραδείγματι θα παραστήσουμε την Γκόλφω ή τον Καραϊσκάκη ή τον Κατσαντώνη. Οι άντρες πήγαιναν έξω, γύρω γύρω και άκουγαν, οι γυναίκες μέσα στα σπίτια, στις φίλες τους, όλες μαζί από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια και στηνόταν εκεί το σκηνικό μιας παράστασης. Και ήταν η Ελλάδα. Στήνονταν γύρω γύρω σημαίες ελληνικές και άρχιζαν να λένε τα ελληνικά τραγούδια και να κάνουν την παράσταση. Και οι Τούρκοι έρχονταν, οι άντρες, γιατί οι Τουρκάλες γυναίκες δεν βγαίνανε έξω.Οι άντρες έρχονταν και μάλιστα πολλούς επίσημους Τούρκους τους καλούσαμε, τους κάναμε προσκλήσεις και αυτοί όχι μόνο χαίρονταν, αλλά όταν οι Έλληνες αρχίζανε τα χειροκροτήματα και τα ζήτω, οι Τούρκοι ταυτόχρονα μαζί μας και αυτοί φώναζαν "Γιασασίν Ελλάς", όπως λέγαμε εμείς "ζήτω η Ελλάδα", έλεγαν κι αυτοί. Ήτανε σε τέτοιο σημείο η αγάπη και δεν υπήρχε πονηρό σημείο, γιατί πρώτα πρώτα είχαν το δικαίωμα να μας το απαγορεύσουν αυτό. Να μας πουν: "εδώ είναι άλλο κράτος είναι Τουρκία, όταν θέλετε να απλώσετε τις ελληνικές σημαίες να πάτε στην Ελλάδα". Ποτέ δεν το έκαναν. Όλοι μπορούσαν να δένονται και να μαθαίνουν τα πάντα και να είναι και με τους Τούρκους φίλοι. Όμως δεν υπήρχανε και πονηρίες. Αν συνέβαιναν τέτοια, υπήρχανε οι μεγάλοι - μεγάλοι λέγονταν στην ηλικία - τους οποίους σέβονταν οι άλλοι οι νέοι και του 'λεγε του νέου "άκουσε εδώ, έμαθα ότι πέρασες και κοίταξες του Αλή την κόρη, πρόσεξε καλά! δεν είναι της θρησκείας μας, το κατάλαβες;", κι εκείνος το σκεφτόταν.”
“Η Τουρκία χωριζόταν σε τρία σημεία, η ανατολή, όλη η ανατολή. Ήταν τα μικρασιάτικα παράλια που ήταν η Ερυθραία, η Ιωνία. Έπειτα, άρχιζε ένα άλλο σημείο από το Αϊδίνι και απάνω και έφτανε μέχρι την Άγκυρα. Ύστερα ήταν ένα άλλο σημείο στο οποίο ζούσαν και ζούνε σήμερα Έλληνες που έχουν εξισλαμιστεί: είναι οι κρυπτοχριστιανοί και εδώ στη Φιλαδέλφεια έχουμε δυο οικογένειες από αυτούς.Αυτοί λοιπόν ζούσαν στα βάθη της ανατολής, εκεί όπου όχι μόνο δεν πήγε ο στρατός, δεν έγινε πόλεμος, αλλά δεν πήραν και είδηση αυτοί ότι στην Τουρκία ήρθανε Έλληνες. Από το Αϊδίνι όμως και απάνω ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί στην ίδια συνοικία, ένα σπίτι ελληνικό και ένα τουρκικό, και όλοι
ακολουθούσαν ήθη και έθιμα με αλληλοεκτίμηση.
Για παράδειγμα, έχουν οι Τούρκοι το ραμαζάνι, που είναι η Σαρακοστή τους: την ημέρα νηστεύουν και κάνουνε προσευχή και τη νύχτα τρώνε και κάνουνε σα γλέντι. Όταν λοιπόν είχανε την σαρακοστή τους, τους σέβονταν απόλυτα οι χριστιανοί που ήταν δίπλα τους και πρόσεχαν τα παιδιά τους την ημέρα να μην κλάψουν, να μην τα δείρουν, να μην φωνάξουν, γιατί ο Αλής κοιμόταν, η Χανούμ κοιμόταν δίπλα.
Τέτοια ήταν η εκτίμηση μεταξύ των δυο λαών και ήτανε με ειλικρίνεια, δεν ήτανε κατασκευασμένη.Με ειλικρίνεια πίστευε και ο ένας τον άλλο. Εμείς στο δικό μου το μέρος δεν ζούσαμε μαζί με τους Τούρκους. Στα μικρασιάτικα παράλια, έως το Αϊδίνι ήταν χωριστά. Είχαμε και Τούρκους και Εβραίους και Αρμένιους, όμως ήτανε χωριστά. Να σου πω εκεί στα μικρασιατικά παράλια το πάνω χέρι το είχανε οι Έλληνες.