Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ
Μια καλή γειτονοπούλα
Παραδοσιακό Θράκης
Μουσική/Στίχοι: Παραδοσιακό Θράκης
Μια καλή γειτονοπούλα
μια καλή γειτονοπούλα
Όμορφη κι αρχοντοπούλα
μού ‘χει κάψει την καρδούλα ] 2x
Στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει
στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει
Τα λουλούδια μου μαραίνει
και τα λογικά μου παίρνει ] 2x
Πα κρυφά την καμαρώνω
πα κρυφά την καμαρώνω
Τον καημό μ' δεν φανερώνω
κι απ’ αγάπη μαραζώνω ] 2x
Παραδοσιακό Θράκης
Μουσική/Στίχοι: Παραδοσιακό Θράκης
Μια καλή γειτονοπούλα
μια καλή γειτονοπούλα
Όμορφη κι αρχοντοπούλα
μού ‘χει κάψει την καρδούλα ] 2x
Στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει
στο μπαχτσέ μου μπαίνει βγαίνει
Τα λουλούδια μου μαραίνει
και τα λογικά μου παίρνει ] 2x
Πα κρυφά την καμαρώνω
πα κρυφά την καμαρώνω
Τον καημό μ' δεν φανερώνω
κι απ’ αγάπη μαραζώνω ] 2x
TΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ
Έχε γεια Παναγιά
παραδοσιακό (Κωνσταντινούπολης)
Γαλατά ψιλή βροχή και στα Ταταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών, είναι η μαυροφόρα
Έχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε
Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω
και μέσα απ’ το Γεντί-Κουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω
Έχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε
Γεντί-Κουλέ και Θεραπειά, Ταταύλα και Νιχώρι
αυτά τα τέσσερα χωριά, μορφαίνουνε την Πόλη
Έχε γεια Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε
Πέμπτη 29 Μαΐου 2008
BAΣΙΛΕΨΕΝ Ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
Βασίλεψεν Αυγερινός
Ο Χρόνης Αηδονίδης ηχογράφησε το τραγούδι:1. σε 45 άρι (1970-1, εκδ. Minos)2. στο cd: "Τραγούδια της Θράκης"
Ο Χρόνης Αηδονίδης ηχογράφησε το τραγούδι:1. σε 45 άρι (1970-1, εκδ. Minos)2. στο cd: "Τραγούδια της Θράκης"
Βασίλεψε-βασίλεψεν Αυγερινός,
γλυκοχαράζει η μέρα, μαύρο πουλάκι μου
γλυκοχαράζει η μέρα, το χελιδονάκι μου.
Κι ένα πουλάκι μοναχό κάθεται το καημένο.
Δε φάνηκε το ταίρι του και είναι λυπημένο.
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ(ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ)
Έλληνες και Τούρκοι
«Μας είχε γεννήσει και τους δύο λαούς η ίδια γη. Στο βάθος της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί.» Αυτά διηγείται ο Μανώλης Αξιώτης. Αν και στο χωριό του αφηγητή δεν υπήρχαν Τούρκοι, πολλές φορές οι Ελληνες δούλευαν μαζί με τους Τούρκους και εμπορεύονταν προϊόντα. Οι Τούρκοι σέβονταν τους Έλληνες και τους θαύμαζαν, επειδή ήταν εργατικοί και έξυπνοι. Οι Έλληνες είχαν γιατρούς και φάρμακα κι αυτό έκανε τους Τούρκους να τους εμπιστεύονται. Μερικοί από τους Τούρκους, μάλιστα, προσκυνούσαν κρυφά τις εικόνες των αγίων της Χριστιανοσύνης κι αφήνανε τάματα.
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά, έως το 1912. Τότε που “..ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ' την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντια μας.” Οι απλοί άνθρωποι φανατίστηκαν από τους επικεφαλείς τους και από τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Αυτοί έστρεψαν τον τουρκικό λαό ενάντια στους ΕλληνεςΑκόμη, όμως και μέσα στην φρίκη του πολέμου δεν χάθηκε η ανθρωπιά. «Νόμιζα πως τούτη η ζωή θα κατάφερνε να στομώσει την ψυχή ολότελα. Κι όμως! θυμάμαι τη μέρα που τέλειωσε το τουνέλι και τα δυο συνεργεία ανταμώσαμε στη μέση του σκοτεινού βουνού. Τι χαρά ήτανε εκείνη! Τι συγκίνηση! Αχ, καημένε άνθρωπε! Τόνε κουβαλάς λοιπόν μέσα σου το θεό! Τι 'μαστε μεις κείνη την εποχή; Χτικιάρηδες, πεινασμένοι σκλάβοι που ζούσανε με την ανάμνηση της ζωής. Εφτά μήνες σκαλίζαμε την πέτρα. Της τρώγαμε τα σπλάχνα και μας έτρωγε τα δικά μας. Κι όταν τη νικήσαμε και δώσαμε ένα τελείωμα στο έργο μας, μας πήρε η περηφάνια. Είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια, όταν από τούτα τα τουνέλια θα περνούνε τα καλά και τα αγαθά της Ανατολής, τα σύκα, οι σταφίδες, τα καπνά, τα στάρια και τα λάδια μας. Ρωμιοί και Τούρκοι αποξεχαστήκαμε και σφίγγαμε τα χέρια σαν τ' αγαπημένα αδέρφια.»Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει: “ Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
Στην πάνω γειτονιά της Τούρκικης συνοικίας της Σμύρνης.Ο κ. Λέων Μακάς, σε εργασία του που δημοσιεύτηκε το 1919, δίνει τα παρακάτω νούμερα για όλη τη περιοχή της Σμύρνης:243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι, και 51.872 ξένοι, σύνολο 416.494 κατοίκων.
Επί παραδείγματι: Όταν ήτανε απόκριες, έναν μήνα νωρίτερα, μαζεύονταν οι άνδρες όλοι. Λοιπόν, γινόταν μια παρέα πέντε - δέκα ατόμων, όσα χρειάζονταν, και οργάνωναν παράσταση, και παρίσταναν το '21. Με αυτόν τον τρόπο μέσα στο τουρκικό κράτος και με τους Τούρκους δείχναμε ποιοι είμαστε, ποιους πονάμε και ποιες είναι οι ρίζες μας. Λοιπόν, τα παιδιά, ο ένας επί παραδείγματι ήτανε χτίστης, ο άλλος καλλιεργούσε, ο άλλος ήτανε σε γραφείο, έλεγαν αυτά τώρα μεταξύ τους: "Ελάτε να μοιραστούμε τους ρόλους", επί παραδείγματι τον Μάρκο Μπότσαρη. Είχαμε και τους Τούρκους να έρχονται κοντά μας, να το παρακολουθούν και να χαίρονται. Κάνανε λοιπόν τα παιδιά θέατρο, μοιράζονταν τους ρόλους ο καθένας, τους μελετούσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μπροστά του, και έρχονταν οι απόκριες και έλεγαν ότι θα το παραστήσουν στα κεντρικά σημεία της πόλεως.Οι γυναίκες δεν βγαίνανε και δεν μπορούσανε να πάνε κοντά να δουν, αλλά μόνο από τα μπαλκόνια και από τα παράθυρα. Εκεί, όσες είχαν φίλες, πηγαίνανε στα φιλικά σπίτια. Έβγαινε ένας με μια κουδούνα και τον λέγανε Φεσάρα, μιλάω τώρα για τα Βουρλά της Μ. Ασίας, κι έλεγε ότι στου Ξύστρη το καφενείο επί παραδείγματι θα παραστήσουμε την Γκόλφω ή τον Καραϊσκάκη ή τον Κατσαντώνη. Οι άντρες πήγαιναν έξω, γύρω γύρω και άκουγαν, οι γυναίκες μέσα στα σπίτια, στις φίλες τους, όλες μαζί από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια και στηνόταν εκεί το σκηνικό μιας παράστασης. Και ήταν η Ελλάδα. Στήνονταν γύρω γύρω σημαίες ελληνικές και άρχιζαν να λένε τα ελληνικά τραγούδια και να κάνουν την παράσταση. Και οι Τούρκοι έρχονταν, οι άντρες, γιατί οι Τουρκάλες γυναίκες δεν βγαίνανε έξω.Οι άντρες έρχονταν και μάλιστα πολλούς επίσημους Τούρκους τους καλούσαμε, τους κάναμε προσκλήσεις και αυτοί όχι μόνο χαίρονταν, αλλά όταν οι Έλληνες αρχίζανε τα χειροκροτήματα και τα ζήτω, οι Τούρκοι ταυτόχρονα μαζί μας και αυτοί φώναζαν "Γιασασίν Ελλάς", όπως λέγαμε εμείς "ζήτω η Ελλάδα", έλεγαν κι αυτοί. Ήτανε σε τέτοιο σημείο η αγάπη και δεν υπήρχε πονηρό σημείο, γιατί πρώτα πρώτα είχαν το δικαίωμα να μας το απαγορεύσουν αυτό. Να μας πουν: "εδώ είναι άλλο κράτος είναι Τουρκία, όταν θέλετε να απλώσετε τις ελληνικές σημαίες να πάτε στην Ελλάδα". Ποτέ δεν το έκαναν. Όλοι μπορούσαν να δένονται και να μαθαίνουν τα πάντα και να είναι και με τους Τούρκους φίλοι. Όμως δεν υπήρχανε και πονηρίες. Αν συνέβαιναν τέτοια, υπήρχανε οι μεγάλοι - μεγάλοι λέγονταν στην ηλικία - τους οποίους σέβονταν οι άλλοι οι νέοι και του 'λεγε του νέου "άκουσε εδώ, έμαθα ότι πέρασες και κοίταξες του Αλή την κόρη, πρόσεξε καλά! δεν είναι της θρησκείας μας, το κατάλαβες;", κι εκείνος το σκεφτόταν.”
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά, έως το 1912. Τότε που “..ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ' την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντια μας.” Οι απλοί άνθρωποι φανατίστηκαν από τους επικεφαλείς τους και από τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Αυτοί έστρεψαν τον τουρκικό λαό ενάντια στους ΕλληνεςΑκόμη, όμως και μέσα στην φρίκη του πολέμου δεν χάθηκε η ανθρωπιά. «Νόμιζα πως τούτη η ζωή θα κατάφερνε να στομώσει την ψυχή ολότελα. Κι όμως! θυμάμαι τη μέρα που τέλειωσε το τουνέλι και τα δυο συνεργεία ανταμώσαμε στη μέση του σκοτεινού βουνού. Τι χαρά ήτανε εκείνη! Τι συγκίνηση! Αχ, καημένε άνθρωπε! Τόνε κουβαλάς λοιπόν μέσα σου το θεό! Τι 'μαστε μεις κείνη την εποχή; Χτικιάρηδες, πεινασμένοι σκλάβοι που ζούσανε με την ανάμνηση της ζωής. Εφτά μήνες σκαλίζαμε την πέτρα. Της τρώγαμε τα σπλάχνα και μας έτρωγε τα δικά μας. Κι όταν τη νικήσαμε και δώσαμε ένα τελείωμα στο έργο μας, μας πήρε η περηφάνια. Είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια, όταν από τούτα τα τουνέλια θα περνούνε τα καλά και τα αγαθά της Ανατολής, τα σύκα, οι σταφίδες, τα καπνά, τα στάρια και τα λάδια μας. Ρωμιοί και Τούρκοι αποξεχαστήκαμε και σφίγγαμε τα χέρια σαν τ' αγαπημένα αδέρφια.»Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει: “ Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
Στην πάνω γειτονιά της Τούρκικης συνοικίας της Σμύρνης.Ο κ. Λέων Μακάς, σε εργασία του που δημοσιεύτηκε το 1919, δίνει τα παρακάτω νούμερα για όλη τη περιοχή της Σμύρνης:243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι, και 51.872 ξένοι, σύνολο 416.494 κατοίκων.
Επί παραδείγματι: Όταν ήτανε απόκριες, έναν μήνα νωρίτερα, μαζεύονταν οι άνδρες όλοι. Λοιπόν, γινόταν μια παρέα πέντε - δέκα ατόμων, όσα χρειάζονταν, και οργάνωναν παράσταση, και παρίσταναν το '21. Με αυτόν τον τρόπο μέσα στο τουρκικό κράτος και με τους Τούρκους δείχναμε ποιοι είμαστε, ποιους πονάμε και ποιες είναι οι ρίζες μας. Λοιπόν, τα παιδιά, ο ένας επί παραδείγματι ήτανε χτίστης, ο άλλος καλλιεργούσε, ο άλλος ήτανε σε γραφείο, έλεγαν αυτά τώρα μεταξύ τους: "Ελάτε να μοιραστούμε τους ρόλους", επί παραδείγματι τον Μάρκο Μπότσαρη. Είχαμε και τους Τούρκους να έρχονται κοντά μας, να το παρακολουθούν και να χαίρονται. Κάνανε λοιπόν τα παιδιά θέατρο, μοιράζονταν τους ρόλους ο καθένας, τους μελετούσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μπροστά του, και έρχονταν οι απόκριες και έλεγαν ότι θα το παραστήσουν στα κεντρικά σημεία της πόλεως.Οι γυναίκες δεν βγαίνανε και δεν μπορούσανε να πάνε κοντά να δουν, αλλά μόνο από τα μπαλκόνια και από τα παράθυρα. Εκεί, όσες είχαν φίλες, πηγαίνανε στα φιλικά σπίτια. Έβγαινε ένας με μια κουδούνα και τον λέγανε Φεσάρα, μιλάω τώρα για τα Βουρλά της Μ. Ασίας, κι έλεγε ότι στου Ξύστρη το καφενείο επί παραδείγματι θα παραστήσουμε την Γκόλφω ή τον Καραϊσκάκη ή τον Κατσαντώνη. Οι άντρες πήγαιναν έξω, γύρω γύρω και άκουγαν, οι γυναίκες μέσα στα σπίτια, στις φίλες τους, όλες μαζί από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια και στηνόταν εκεί το σκηνικό μιας παράστασης. Και ήταν η Ελλάδα. Στήνονταν γύρω γύρω σημαίες ελληνικές και άρχιζαν να λένε τα ελληνικά τραγούδια και να κάνουν την παράσταση. Και οι Τούρκοι έρχονταν, οι άντρες, γιατί οι Τουρκάλες γυναίκες δεν βγαίνανε έξω.Οι άντρες έρχονταν και μάλιστα πολλούς επίσημους Τούρκους τους καλούσαμε, τους κάναμε προσκλήσεις και αυτοί όχι μόνο χαίρονταν, αλλά όταν οι Έλληνες αρχίζανε τα χειροκροτήματα και τα ζήτω, οι Τούρκοι ταυτόχρονα μαζί μας και αυτοί φώναζαν "Γιασασίν Ελλάς", όπως λέγαμε εμείς "ζήτω η Ελλάδα", έλεγαν κι αυτοί. Ήτανε σε τέτοιο σημείο η αγάπη και δεν υπήρχε πονηρό σημείο, γιατί πρώτα πρώτα είχαν το δικαίωμα να μας το απαγορεύσουν αυτό. Να μας πουν: "εδώ είναι άλλο κράτος είναι Τουρκία, όταν θέλετε να απλώσετε τις ελληνικές σημαίες να πάτε στην Ελλάδα". Ποτέ δεν το έκαναν. Όλοι μπορούσαν να δένονται και να μαθαίνουν τα πάντα και να είναι και με τους Τούρκους φίλοι. Όμως δεν υπήρχανε και πονηρίες. Αν συνέβαιναν τέτοια, υπήρχανε οι μεγάλοι - μεγάλοι λέγονταν στην ηλικία - τους οποίους σέβονταν οι άλλοι οι νέοι και του 'λεγε του νέου "άκουσε εδώ, έμαθα ότι πέρασες και κοίταξες του Αλή την κόρη, πρόσεξε καλά! δεν είναι της θρησκείας μας, το κατάλαβες;", κι εκείνος το σκεφτόταν.”
“Η Τουρκία χωριζόταν σε τρία σημεία, η ανατολή, όλη η ανατολή. Ήταν τα μικρασιάτικα παράλια που ήταν η Ερυθραία, η Ιωνία. Έπειτα, άρχιζε ένα άλλο σημείο από το Αϊδίνι και απάνω και έφτανε μέχρι την Άγκυρα. Ύστερα ήταν ένα άλλο σημείο στο οποίο ζούσαν και ζούνε σήμερα Έλληνες που έχουν εξισλαμιστεί: είναι οι κρυπτοχριστιανοί και εδώ στη Φιλαδέλφεια έχουμε δυο οικογένειες από αυτούς.Αυτοί λοιπόν ζούσαν στα βάθη της ανατολής, εκεί όπου όχι μόνο δεν πήγε ο στρατός, δεν έγινε πόλεμος, αλλά δεν πήραν και είδηση αυτοί ότι στην Τουρκία ήρθανε Έλληνες. Από το Αϊδίνι όμως και απάνω ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί στην ίδια συνοικία, ένα σπίτι ελληνικό και ένα τουρκικό, και όλοι
ακολουθούσαν ήθη και έθιμα με αλληλοεκτίμηση.
Για παράδειγμα, έχουν οι Τούρκοι το ραμαζάνι, που είναι η Σαρακοστή τους: την ημέρα νηστεύουν και κάνουνε προσευχή και τη νύχτα τρώνε και κάνουνε σα γλέντι. Όταν λοιπόν είχανε την σαρακοστή τους, τους σέβονταν απόλυτα οι χριστιανοί που ήταν δίπλα τους και πρόσεχαν τα παιδιά τους την ημέρα να μην κλάψουν, να μην τα δείρουν, να μην φωνάξουν, γιατί ο Αλής κοιμόταν, η Χανούμ κοιμόταν δίπλα.
Τέτοια ήταν η εκτίμηση μεταξύ των δυο λαών και ήτανε με ειλικρίνεια, δεν ήτανε κατασκευασμένη.Με ειλικρίνεια πίστευε και ο ένας τον άλλο. Εμείς στο δικό μου το μέρος δεν ζούσαμε μαζί με τους Τούρκους. Στα μικρασιάτικα παράλια, έως το Αϊδίνι ήταν χωριστά. Είχαμε και Τούρκους και Εβραίους και Αρμένιους, όμως ήτανε χωριστά. Να σου πω εκεί στα μικρασιατικά παράλια το πάνω χέρι το είχανε οι Έλληνες.
Κυριακή 25 Μαΐου 2008
ΠΟΝΤΟΣ
Ονομασία, έκταση, πληθυσμός.
Πόντος καλείται το παραλιακό τμήμα της Β.Α. Μ.Ασίας, που απλώνεται από την περιοχή της Σινώπης ως το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου (Βατούμ), σε έκταση 71.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων με 2.048.250 κατοίκους την περίοδο εκείνη, από τους οποίους 697.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι.
Δημογραφικά στοιχεία.
Δημογραφικά στοιχεία.
α) Πόλεις. Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου είναι: η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους τότε, από τους οποίους 15.000 Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000, από τους οποίους 3.000 Έλληνες, τα Κοτύωρα (Ορντού) με 12.000, από τους οποίους 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με 35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με 6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες.
β) Εκκλησιαστική κατάσταση – Εκπαίδευση. Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και6. τη μητρόπολη Αμασείας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες.
γ) Γενικά σε όλο τον Πόντο λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 1.247 καθηγητές και δασκάλους και 75.953 μαθητές και μαθήτριες.Ανάμεσα στα σχολεία περίφημο ήταν το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, πραγματικός φάρος παιδείας και αγωγής με τεράστια ακτινοβολία, καθώς επίσης και το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, το Λύκειο Γουμεράς, το Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, το Γυμνάσιο Αμισού κλπ.Σε σύνολο επίσης 1.131 ναών, 22 μοναστηριών, 1.647 παρεκκλησίων και 1.459 κληρικών της εποχής αυτής περίφημα ήταν για τη διατήρηση και καλλιέργεια του θρησκευτικού φρονήματος και της παιδείας συνάμα τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Παναγίας Γουμερά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος κλπ.
Ιστορικά στοιχεία.
Ιστορικά στοιχεία.
Άν και η ιστορία του Πόντου χάνεται στα βάθη των αιώνων με την Αργοναυτική εκστρατεία και τις πρώτες εγκαταστάσεις των Ελλήνων στα μέρη αυτά ευθύς αμέσως μετά τον Τρωϊκό πόλεμο (1100 π.Χ.), η καθαυτό ιστορία του διαφαίνεται από τις αρχές του Η’ π.Χ. αιώνα με την ίδρυση της Σινώπης από Μιλήσιους αποίκους το 785 π.Χ. και αργότερα των άλλων πόλεων: Τραπεζούντας (756 π.Χ.), Κερασούντας (700 π.Χ.), Αμισού (Σαμψούντας 600 π.Χ.), Κοτυώρων (Ορντού), Τριπόλεως κλπ. Σε όλη τη μακρόχρονη διάρκεια της ζωής του (1100 π.Χ. –1922 μ.Χ.), ένα διάστημα 3.000 χρόνων, ο Πόντος υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα τμήματα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ο ελληνισμός της περιοχής αυτής τόσο στα χρόνια της αρχαιότητας και του Μ. Αλεξάνδρου όσο και της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου και αυτής της τουρκοκρατίας (1461–1922) δεν έπαυσε να διατηρεί αλώβητη την εθνική του συνείδηση και ακμαίο και υπερήφανο το εθνικό του φρόνημα με ακλόνητη την πίστη στις ακατάλυτες προγονικές του παραδόσεις.Μετά την λήξη του α’ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) και τη διακήρυξη των νικητών συμμάχων της ΕΝΤΕΝΤΕ για αυτοδιάθεση των λαών, εξέχοντες Πόντιοι (Κ.Κωνσταντινίδης κλπ) συνέλαβαν την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, σχεδιάζοντας και χάρτη του «διεκδικούμενου Πόντου», για διευκόλυνση των συμμάχων. Δυστυχώς, το όνειρο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας κυρίως της αντιδράσεως των Μεγάλων Δυνάμεων.
Διωγμοί-Γενοκτονία.
Διωγμοί-Γενοκτονία.
Από την έκρηξη του α’ παγκοσμίου πολέμου (1914) ως την μικρασιατική καταστροφή (1922), οι Νεότουρκοι με τα σκληρά μέτρα που έλαβαν εναντίον των Ελλήνων του Πόντου με τη μέθοδο των εξοριών, βιασμών, σφαγών, εξανδραποδισμών και απαγχονισμών (κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη) εξόντωσαν:
α. κατά την περίοδο 1914-1918………….170.576 Ποντίους
β. κατά την περίοδο 1918-1922………….119.122 Ποντίουςδηλαδή συνολικά………………………..…289.698 Ποντίους ποσοστό δηλαδή 41,56% σε σύνολο 697.000 Ελλήνων κατοίκων, ενώ κατά τον Γ.Βαλαβάνη οι απώλειες των Ποντίων σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων στην Αθήνα ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922, και 353.000 ως το Μάρτιο του 1924, ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του ολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου.
Από το έντυπο της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΕΠΜ)«Υπόμνημα στο χάρτη του Πόντου»
Από το έντυπο της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΕΠΜ)«Υπόμνημα στο χάρτη του Πόντου»
Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
Τετάρτη 21 Μαΐου 2008
Πρόσφυγες σε πρόχειρους καταυλισμούς
Ο πυρήνας του προσφυγικού πληθυσμού εγκαταστάθηκε στην Αττική και τη Μακεδονία. Ο επίσημος αριθμός προσφύγων ανά περιοχή το 1928:
Μακεδονία: 638,253 52.2% (με 270.000 στη Θεσσαλονίκη μόνο)
Κεντρική Ελλάδα και Αττική: 306.193 25.1%
Θράκη: 107.607 8,8%
Βόρειο Αιγαίο: 56.613 4,6%
Θεσσαλία: 34.659 2,8%
Κρήτη: 33.900 2,8%
Πελοπόννησος: 28.362 2,3%
Ήπειρος: 8.179 0,7%
Κυκλάδες: 4,782 0,4%
Ιόνια νησιά: 3.301 0,3%
Σύνολο: 1.221.849 100%
Πολυάριθμα προάστεια, πόλεις και χωριά δημιουργήθηκαν για να στεγάσουν τον πρόσθετο πληθυσμό. Επιπλέον, κάθε πόλη έχει σχεδόν περιοχές που ονομάζονται Προσφυγικά και τα τοπωνύμια τους θυμίζουν τον τόπο προέλευσης των κατοίκων τους.
Τρίτη 20 Μαΐου 2008
Παρασκευή 9 Μαΐου 2008
Πέμπτη 8 Μαΐου 2008
Η αγάπη και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες έχει πια συναισθηματικό χαρακτήρα.
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και σίγουρα η γιαγιά Ελέγκω θα μαζέψει κάποιο βράδυ και πάλι τα εγγόνια της για να τα διηγηθεί το όνειρο της, καθισμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Θα βγάλει τον γνωστό πια βαθύ αναστεναγμό της και θα στοχαστεί αφήνοντας το βλέμμα της να ταξιδεύσει χαϊδεύοντας τα μαλλιά του μεγάλου της εγγονού που έχει το όνομα του άνδρα της...Είναι τόσα χρόνια που η γιαγιά η Ελέγκω είχε ξεκινήσει προσφυγοπούλα με την οικογένεια της μ' ένα αμάξι γιομάτο τα σπιτικά τους και μπήκε περνώντας τα γιοφύρια του Έβρου στα καινούργια μας σύνορα. Η καινούργια πατρίδα δεν την σήκωσε. Θράκη κι αυτή μα η γιαγιά Ελέγκω την άλλη Θράκη που την γέννησε και την ξετίναξε, εκείνη την Θράκη έχει ακόμη στο όνειρο της. Είναι τόσα χρόνια, εβδομήντα οκτώ ολάκερα χρόνια και όμως δεν μπορεί να χωνέψει αυτό τον χαμό.Τόχει καημό και πάθος, τόχει θλίψη και πόνο και ξυπνά με το όνειρο της και όσο περνούν τα χρόνια και όσο μεγαλώνει, τόσο ο πόθος γιγαντώνει. Κάθε φορά και κάπου βρίσκεται πότε στο σπίτι της το πατρικό, πότε στα χωράφια, πότε στα αμπέλια, πότε στο ποτάμι και πότε στην εκκλησία. Το όνειρο της έχει καταντήσει βάσανο.Τι να πρωτοθυμηθεί απ' όσα έβλεπε στο όνειρο της! Το μεγάλο τους σπίτι με τα χαγιάτια με τα στρωσίδια τους τα χειροποίητα στους αργαλειούς τους τα αμπέλια και τα χωράφια μια απέραντη γη, τον σκύλο τους τον Μούργο, όλα τα βλέπει στο όνειρο της το να σήμερα τ' άλλο αύριο.- Μάνα λέει με παράπονο, δε θα ξαναπάμε στη χώρα;- Ποια χώρα παιδί μ τώρα πια... Βγάλ το πε το νου σ και ξέχασε τα όλα, όλα.- Ποτέ δε θα τα ξεχάσω. Έτσι αξέχαστα θα με κυνηγούν πάντα στον ύπνο μου και θα με θολώνουν τη ζωή μ και θα μ ανάβουν τη Λαχτάρα. Ποτέ, ποτέ δε θα την ξεχάσω την χώρα.Έτσι κι αυτή την χρονιά έφτασαν τα Χριστούγεννα. Μέσα στο φτωχόσπιτο τους τ αγαθό κορίτσι προσπάθησε να θυμηθεί τα περασμένα. Είναι παραμονή και καθαρίζουν, πλένουν ετοιμάζουν το φτωχικό τους που τους χάρισε το κράτος για παντοτινή κατοικία. Την παραμονή ξύπνησε πάλι ταραγμένη η Ελέγκω.- Μάνα, μάνα έκραξε, να σε πω τ όνειρο μ.- Πάλ πε τ όνειρο σ παιδί μ και δεν ντρέπεσαι...- Ακου μαν μ να δεις. Ημνα, λέει στο σπίτι μας. Το σπίτ μας όπως όλα, σκεπασμένα πε χιόνια, χιόνια πολλά και πυκνά. Το πηγάδ της σπιτιού μας άχνιζε περίεργα, θαρρείς και μεσάτου έκαιγε φωτιά, θρακιά από ξύλα τη βουνού. Η μυγδαλιά μας, χιονισμέν έμοιαζε την ανοιξιάτικη μυγδαλιά που ξανοίγ με βιάση μη την προλάβνα. Μπα είπα ξαφνιασμέν η μυγδαλιά μας άνθησε. Ο Μούργος μας, το σκυλί μας το μαλλιαρό, δεμένος πε την αλυσίδα τ βάβιζε κι αλιχτούσε. Πήγα κοντάτ και τον ημέρωσα άφοβα. Τι έχσ Μούργο τον είπα! Κείνος πε την ουρά τ την παχιά και φουντωτή μ έδειξε την αγάπη του. Το χαγιάτ μας καλοστολισμένο και στο τζακ μας έκαιγε μια φωτιά. Όλα ρόδιζαν πε τις κόκκινες φλόγες της φωτιάς. Κύταξα πε το τζάμ βγάζοντας τ αριστερό μ χέρι στο μέτωπο σα γείσο για να δω. Τι όμορφο που ήταν. Θαρρείς και ποτέ το χαγιάτ μας δεν ήταν τόσο ωραίο. Σκούντηξα τη θύρα και μπήκα μέσα. Που ήσνα παιδί μ μια φωνή άκσα μέσα πε την κουζίνα και είδα τη γιαγιά τη Μαλτή να βγουν ζωσμέν την ποδιά της μ αλευρωμένα τα χέρια και πε την μηλινόβιστα στο δεξί χέρ. Πο ήσνα παιδί μ και σε ήθελα. Έλα να με βοηθήσεις είπε και γύρισε πίσω στην κουζίνα. Την ακολούθησα και ζώνοντας μια αθαρή πετσέτα στη μεσ μ άρχεψα να πλάθω τα τσουρέκια και η γιαγιάμ έδειχνε το ντρόπο. Να ετσ να.Ο πατέρα νάτος θαρρείς και τον γλέπω ζωντανό μπαίνοντας την ξώθυρα κρέμασε στο τσεγγέλ μισό γουρούν και παίρνοντας τη μαχαίρα του ψωμιού άρχισε να το κομματιάζ και βγαίνοντας την μπόρτα πε το χαγιάτ φώναξα. Μάνα έλα ο πατέρας σε θελ. Τώρα παιδί μ τώρα ακούσκε η φωνή σ όπως τώρα δαμε μίλσες. Και θαρρείς μάνα νύχτωσε. Και εμείς ανάψαμτη λάμπα, ανάψαμ και την μικρή και τη μεγάλ. Μα δε χαιρόμουνα όπως πάντα. Η ψυχή μ ήταν βαρεία όπως τώρα. Οταν να πε το σούροπο και η καμπάνα χτήπσε. Διάβαζε ο εσπερινός, και συ με είπες. Παιδί μ εμείς θα παμ ξημερώματα στην εκκλησιά πετά κοκόρια ν ακούσουμτη λειτουργία και να μεταλάβουμ. Και επέσαμ να κοιμηθούμ. Τόσο νωρίς σε είπα. Ναι παιδί μ νωρίς να σηκωθούμ νωρίς. Δεν ξέρω πως βρεθήκαμ στην εκλησιά. Δεν ήταν χειμώνας δεν ήταν χιόνια ήταν άνοιξ οι αμυγδαλιές ανθισμένες, τα πράσινα χωράφια μια θάλασσα καταπράσινη. Τ αρνιά βέλαζαν, τι ωραία έλεγα, τι ωραία. Και σαν χτύπησαν οι καμπάνες και ξυπνήσαμ να ντυθούμ τα γιορτινά μας θεγέ μου τι ήταν αυτό που ξάνοιξα πε το παράθυρο. Τοχιον μισό μπόγ στοιβάχτηκε μπροστά στον τοίχο, στην πόρτα, στα παράθυρα και ο πατέρας πε το φκυάρ του κυτούσε ν ανοίξ δρόμο. Η γιαγιά τρεμάμενπε το κρύο τουρτολύριζε. Πως α πάμ μάνα στην εκκλησία;- Παιδί μ μη νοιάζεσαι μ είπες και με στόλιζες πε τα καινούργια μ ρούχα. Θα πας παιδί μ ν μεταλάβσ πρέπ ν αλλάξσ τα νυφιάτικα σ θαρρείς κ είχα γιν νυφ κι ήμνα γυναίκα πε καιρό. Πάνω στο άλλαγμα μ ξύπνησα μάνα. Η καρδιά μ ταράχκε. Ένοιωσα πως ήταν όνειρο. Ένοιωσα πως κοιμό'θμνα στ φτωχικό κρεββάτ πως ήμαν εδώ στην προσφυγιά, ξενητεμέν σαυτό τοντόπο που δε μας χωρεί που δε θα διουμ πρόσωπο θεγού και μέρα φεγγερή- Σώπαινε παιδί μ μη βλαστημάς και δω καλά είμαστε. Ο Θεός μεγάλος. Αύριο θα γιορτάσουμε μαζί μ όλο τον γκόσμο τη μέρα τη Χριστού και μη χειρότερα παιδί μ.Και η Ελέγκω, η κόρη η ωραιότατη και καμαροφρύδα Θρακιώτισσα κοπέλα που λαχταρούσε και ονειρευόταν τη Θράκη από την άλλη όχθη του Εβρου, την τουρκοπατημένη, όπου δεν ακούγεται ο ψαλμός ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΩΝ Ο ΣΩΤΗΡ ΤΩ ΓΕΝΕΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΤΕΔΕΞΑΤΟ ΣΠΑΡΓΑΝΩΝ ΠΕΡΙΒΟΛΗΝ και η καμπάνα δε κτυπά κι ο Έβρος κετεβάζοντας μαζί με τα άλλα ποτάμια τα θολά του νερά ιστορεί τα περασμένα και το πως δεν είδε άλλη φορά τούτο το κακό από την άλλη όχθη.Σήμερα η Ελγκω, γιαγιά 88 ετών, κλαίει βουβά και το στήθος ανεβοκατεβαίνει και η λαχτάρα της μεγαλώνει και σφουγγίζοντας τα καυτά της δάκρυα που κυλούν πάνω στα ρυτιδιασμένα της μάγουλα αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα της αλλά μέσα στον ύπνο λέει και πάλι. ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΜ ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΠΟΤΕ...Καιμ τα εγγόνια της ψιθυρίζοντας την απάντησαν. ΚΑΛΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑΓΙΑ ΕΛΕΓΚΩ, ΠΟΥ ΞΕΡΣ ΤΙ ΜΑΣ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΘΕΟΣ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ «ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ» του Πολυδώρου Παπαχριστοδούλου
Τετάρτη 7 Μαΐου 2008
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ, ύστερα από τον κριμαϊκό πόλεμο και την κήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας, οπότε σημειώνεται ρήγμα στις Ελληνο-Βουλγαρικές σχέσεις, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη που γεννήθηκαν, έζησαν, δημιούργησαν και πρόκοψαν. Καταφεύγουν στην Ελλάδα με μοναδική αποσκευή τις παραδόσεις τους. Ριζώνουν σε χωριά και κωμοπόλεις της Ροδόπης, του Έβρου και της Ξάνθης και κάποιοι στην Κεντρική Μακεδονία.
1.Καβακλή
Ωραία κωμόπολη με 9 χιλιάδες κατοίκους. Όταν απελευθερώθηκε η χώρα από την Τουρκική αυτοκρατορία, το 1978, έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας και είχαν έδρα όλες οι διοικητικές αρχές. Επειδή όμως κατά την περίδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885 ανέπτυξε πλούσια εθνική – ελληνική δράση, το 1900, η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πέττκο Καραβέλωφ, μετέφερε την έδρα της επαρχίας στο μικρό βουλγάρικο χωριό της περιφέρειας, Καζίλ – αγάτς.Βούλγαροι μόνιμοι κάτοικοι μέχρι το 1900 δεν υπήρχαν, εκτός από τους λίγους δημόσιους υπάλληλους, που κι’ αυτοί έπρεπε να γνωρίζουν κατά προτίμηση την ελληνική, για να διοριστούν. Από το 1900 και μετά άρχισαν να εγκαθίστανται αλλά όμως μέχρι το 1924 δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 60. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσαν και Τούρκοι οι οποίοι όμως σιγά – σιγά έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν μέσα στους Έλληνες.
2. Καρυές
Ήταν η αρχαιότερη και σπουδαιότερη κωμόπολη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η περισσότερο γνωστή.Μετά τους Καβακλιώτες, οι Καρυώτες ήταν οι περισσότερο κοινωνικά μορφωμένοι γιατί ταχτικά ξενιτεύονταν και πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο.Οι Καρυές ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό, 4.000 και δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά το Καβακλή. Οι κάτοικοι ήταν μόνο Έλληνες. Βούλγαροι προσπάθησαν να εγκατασταθούν, αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν. Οι Καρυώτες συντηρούσαν τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο αρρένων με 200 μαθητές και 2 δασκάλους. Επίσης Νηπιαγωγείο με 50 νήπια και μια δασκάλα. Είχε μια παλιά εκκλησία, την Αγία Παρασκευή.
3. Μεγάλο Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό που ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός τρίκορφου βουνού που είχε το όνομα (Μοναστήρ-Μπαϊρ). Στην ψηλότερη κορυφή, σώζονταν ερείπια αρχαίου φρουρίου που είχε το όνομα Καλέ – Μπαϊρ (φρούριο του όρους). Είχε περί τους 1600 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων, με 50 μαθητές και 2 δασκάλους. Είχε παλαιά εκκλησία που ξαναχτίστηκε το 1893 με τρεις παπάδες. Ήρθαν στην Ελλάδα, με ανταλλαγή πληθυσμών από το 1906 μέχρι το 1925. Εγκαταστάθηκαν γεωργοί στα Τρίκαλα Βεροίας και στο Ν. Μοναστήρι. Περισσότερα για το Μεγάλο Μοναστήρι ακολουθούν μετά την αναφορά στα χωριά.
4. Μικρό Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό, μαζί με την Δράμα και Τσικούρκιοι αποτελούσαν ένα Δήμο. Είχε 1060 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων με 45 μαθητές και 2 δασκάλους. Μια εκκλησιά με 3 παπάδες. Το χωριό λέγονταν και Αρβανίτες, ίσως οι κάτοικοί του να προέρχονταν από την Ήπειρο.
5. Σιναπλή
Χωριό που περνούσε ο παραπόταμος του Τόντζου ο Γιαούζ – ντερέ και αποτελούνταν από τρεις συνοικίες. Αριθμούσε 1800 κατοίκους και συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 130 μαθητές – άρρενες και 2 δασκάλους.
6. Δογάνογλου
1.Καβακλή
Ωραία κωμόπολη με 9 χιλιάδες κατοίκους. Όταν απελευθερώθηκε η χώρα από την Τουρκική αυτοκρατορία, το 1978, έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας και είχαν έδρα όλες οι διοικητικές αρχές. Επειδή όμως κατά την περίδο του αυτονομιακού καθεστώτος, 1879 – 1885 ανέπτυξε πλούσια εθνική – ελληνική δράση, το 1900, η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πέττκο Καραβέλωφ, μετέφερε την έδρα της επαρχίας στο μικρό βουλγάρικο χωριό της περιφέρειας, Καζίλ – αγάτς.Βούλγαροι μόνιμοι κάτοικοι μέχρι το 1900 δεν υπήρχαν, εκτός από τους λίγους δημόσιους υπάλληλους, που κι’ αυτοί έπρεπε να γνωρίζουν κατά προτίμηση την ελληνική, για να διοριστούν. Από το 1900 και μετά άρχισαν να εγκαθίστανται αλλά όμως μέχρι το 1924 δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 60. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσαν και Τούρκοι οι οποίοι όμως σιγά – σιγά έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν μέσα στους Έλληνες.
2. Καρυές
Ήταν η αρχαιότερη και σπουδαιότερη κωμόπολη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η περισσότερο γνωστή.Μετά τους Καβακλιώτες, οι Καρυώτες ήταν οι περισσότερο κοινωνικά μορφωμένοι γιατί ταχτικά ξενιτεύονταν και πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο.Οι Καρυές ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό, 4.000 και δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά το Καβακλή. Οι κάτοικοι ήταν μόνο Έλληνες. Βούλγαροι προσπάθησαν να εγκατασταθούν, αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν. Οι Καρυώτες συντηρούσαν τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο αρρένων με 200 μαθητές και 2 δασκάλους. Επίσης Νηπιαγωγείο με 50 νήπια και μια δασκάλα. Είχε μια παλιά εκκλησία, την Αγία Παρασκευή.
3. Μεγάλο Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό που ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός τρίκορφου βουνού που είχε το όνομα (Μοναστήρ-Μπαϊρ). Στην ψηλότερη κορυφή, σώζονταν ερείπια αρχαίου φρουρίου που είχε το όνομα Καλέ – Μπαϊρ (φρούριο του όρους). Είχε περί τους 1600 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων, με 50 μαθητές και 2 δασκάλους. Είχε παλαιά εκκλησία που ξαναχτίστηκε το 1893 με τρεις παπάδες. Ήρθαν στην Ελλάδα, με ανταλλαγή πληθυσμών από το 1906 μέχρι το 1925. Εγκαταστάθηκαν γεωργοί στα Τρίκαλα Βεροίας και στο Ν. Μοναστήρι. Περισσότερα για το Μεγάλο Μοναστήρι ακολουθούν μετά την αναφορά στα χωριά.
4. Μικρό Μοναστήρι
Μεγάλο χωριό, μαζί με την Δράμα και Τσικούρκιοι αποτελούσαν ένα Δήμο. Είχε 1060 κατοίκους. Συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο αρρένων με 45 μαθητές και 2 δασκάλους. Μια εκκλησιά με 3 παπάδες. Το χωριό λέγονταν και Αρβανίτες, ίσως οι κάτοικοί του να προέρχονταν από την Ήπειρο.
5. Σιναπλή
Χωριό που περνούσε ο παραπόταμος του Τόντζου ο Γιαούζ – ντερέ και αποτελούνταν από τρεις συνοικίες. Αριθμούσε 1800 κατοίκους και συντηρούσε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 130 μαθητές – άρρενες και 2 δασκάλους.
6. Δογάνογλου
Χωριό με πολλά νερά, αριθμούσε 800 κατοίκους. Συντηρούσε Δημοτικό Σχολείο με 50 μαθητές και 2 δασκάλους και με εκκλησία μ’ έναν παπά.
7. Τσιουκούρ –κιοϊ (Τσιουκούρκιοϊ)
7. Τσιουκούρ –κιοϊ (Τσιουκούρκιοϊ)
Χωριό σε κατάφυτη τοποθεσία, αριθμούσε 834 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
8. Δράμα
Χωριό που κατοικήθηκε από Μοναστηριώτες το 1885. Μέχρι τότε το κατοικούσαν Τούρκοι, αλλά μετά την απελευθέρωση της χώρας, οι Τούρκοι μετανάστευσαν και τα κτήματά τους τα αγόρασαν Μοναστηριώτες. Είχε μια εκκλησία κι ένα παπά.
9. Ακ-Μπουνάρ
Χωριό στις πλαγιές αμμόλοφου, αριθμούσε 780 κατοίκους. Συντηρούσε κι αυτό τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
10. Μεγάλο Βογιαλίκι
Μεγάλο χωριό με 1500 κατοίκους. Είχε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 150 μαθητές και 2 δασκάλους, μια μεγάλη εκκλησία με 4 παπάδες.
11. Μικρό Βογιαλίκι
Βρίσκονταν βορινά από το Μεγάλο Βογιαλίκι, χωριό με 800 κατοίκους συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
12. Μουρανδαλή
Χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά απ’ τα Βογιαλίκια. Αριθμούσε 700 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.Οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από το 1906 μέχρι το 1925. Οι λόγοι ήταν οι προσπάθειες εκβουλγαρισμού τους από το βουλγάρικο σχολείο, την εκκλησία και την κατάταξη στον βουλγάρικο στρατό. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα ήταν ακόμη δυσκολότερα γιατί οι περισσότεροι υπηρετούντες στο στρατό από τα χωριά αυτά, αυτομόλησαν και κατετάγησαν στον Ελληνικό. Έτσι, κατά την εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ του 1924, για ανταλλαγή των μειονοτήτων θεληματικά, καμμιά αντίρρηση δεν προβλήθηκε στην αρμόδια επιτροπή για τις αθρόες δηλώσεις «περί εκούσιας μεταναστεύσεως» στην μητέρα Ελλάδα.
Τα χωριά τα οποία πήγαν, ήταν πολλά. Μερικά από αυτά είναι το Νέο Καβακλή και Ξυλογανή της Κομοτηνής, οι Νέες Καρυές Λάρισας, Μοναστήρι Λάρισας (Σαλασλάρ), Τρίκαλα Βέροιας, Ν.Μοναστήρι, Ζορμπά – Μικρό Μοναστήρι Θεσσαλονίκης, Αλήφακα – Καρυές Δομοκού,Αιγίνιο Πιερίας κλπ.
Από το βιβλίο,«Οι Μοναστηριώτες»
8. Δράμα
Χωριό που κατοικήθηκε από Μοναστηριώτες το 1885. Μέχρι τότε το κατοικούσαν Τούρκοι, αλλά μετά την απελευθέρωση της χώρας, οι Τούρκοι μετανάστευσαν και τα κτήματά τους τα αγόρασαν Μοναστηριώτες. Είχε μια εκκλησία κι ένα παπά.
9. Ακ-Μπουνάρ
Χωριό στις πλαγιές αμμόλοφου, αριθμούσε 780 κατοίκους. Συντηρούσε κι αυτό τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
10. Μεγάλο Βογιαλίκι
Μεγάλο χωριό με 1500 κατοίκους. Είχε τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο με 150 μαθητές και 2 δασκάλους, μια μεγάλη εκκλησία με 4 παπάδες.
11. Μικρό Βογιαλίκι
Βρίσκονταν βορινά από το Μεγάλο Βογιαλίκι, χωριό με 800 κατοίκους συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.
12. Μουρανδαλή
Χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά απ’ τα Βογιαλίκια. Αριθμούσε 700 κατοίκους, συντηρούσε κι αυτό Δημοτικό Σχολείο και εκκλησία.Οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από το 1906 μέχρι το 1925. Οι λόγοι ήταν οι προσπάθειες εκβουλγαρισμού τους από το βουλγάρικο σχολείο, την εκκλησία και την κατάταξη στον βουλγάρικο στρατό. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα ήταν ακόμη δυσκολότερα γιατί οι περισσότεροι υπηρετούντες στο στρατό από τα χωριά αυτά, αυτομόλησαν και κατετάγησαν στον Ελληνικό. Έτσι, κατά την εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ του 1924, για ανταλλαγή των μειονοτήτων θεληματικά, καμμιά αντίρρηση δεν προβλήθηκε στην αρμόδια επιτροπή για τις αθρόες δηλώσεις «περί εκούσιας μεταναστεύσεως» στην μητέρα Ελλάδα.
Τα χωριά τα οποία πήγαν, ήταν πολλά. Μερικά από αυτά είναι το Νέο Καβακλή και Ξυλογανή της Κομοτηνής, οι Νέες Καρυές Λάρισας, Μοναστήρι Λάρισας (Σαλασλάρ), Τρίκαλα Βέροιας, Ν.Μοναστήρι, Ζορμπά – Μικρό Μοναστήρι Θεσσαλονίκης, Αλήφακα – Καρυές Δομοκού,Αιγίνιο Πιερίας κλπ.
Από το βιβλίο,«Οι Μοναστηριώτες»
ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
ΗΘΗ ΚΙ ΕΘΙΜΑ-ΜΩΜΟΓΕΡΟΙ
Τα Μωμογέρια είναι λαϊκό παραδοσιακό ποντιακό έθιμο, το οποίο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, είναι ο πρόγονος του ποντιακού θεάτρου. Σήμερα κράτησε τη θεατρική του μορφή.
Τα Μωμογέρια βγαίνουν από τις λέξεις «μώμος» και «γέρος» που είναι ο θεός που διακωμωδούσε και σατίριζε τους πάντες.
Το έθιμο των Μωμογέρων αναβιώνει την περίοδο του Δωδεκαημέρου, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνια.
Τα Μωμογέρια φορούν μάσκες, κρατούν ραβδιά, όλοι είναι άντρες στο θίασο, δηλαδή οι γυναικείοι ρόλοι υποδύονται από άντρες. Η Νύφη συμβολίζει τη φύση, η οποία γονιμοποιείται από τον Κιτί Γοτσά, τον Γέρο. Την διεκδικεί ο νέος ο Αράπης, ο οποίος στο τέλος θα την κερδίσει γιατί είναι Καινούριος Χρόνος. Όλα αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν στο αρχαίο θέατρο και εξηγούν την καταγωγή των Μωμογέρων.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα και κυρίως γίνονταν στις πόλεις τη νύχτα, να καυτηριάσουν τους ντερεντέηδες».
Τα Μωμογέρια βγαίνουν από τις λέξεις «μώμος» και «γέρος» που είναι ο θεός που διακωμωδούσε και σατίριζε τους πάντες.
Το έθιμο των Μωμογέρων αναβιώνει την περίοδο του Δωδεκαημέρου, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνια.
Τα Μωμογέρια φορούν μάσκες, κρατούν ραβδιά, όλοι είναι άντρες στο θίασο, δηλαδή οι γυναικείοι ρόλοι υποδύονται από άντρες. Η Νύφη συμβολίζει τη φύση, η οποία γονιμοποιείται από τον Κιτί Γοτσά, τον Γέρο. Την διεκδικεί ο νέος ο Αράπης, ο οποίος στο τέλος θα την κερδίσει γιατί είναι Καινούριος Χρόνος. Όλα αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν στο αρχαίο θέατρο και εξηγούν την καταγωγή των Μωμογέρων.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα και κυρίως γίνονταν στις πόλεις τη νύχτα, να καυτηριάσουν τους ντερεντέηδες».
Τρίτη 6 Μαΐου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)