Οι κάτοικοί του, πρόσφυγες όλοι από την Ανατολική Ρωμυλία και Ανατολική Θράκη, ζουν αγαπημένοι μεταξύ τους.
Πολυπληθέστεροι, ευθύς εξ αρχής, ήταν οι προερχόμενοι από το Μεγάλο Βογιαλίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας και αποδείχθηκαν επικρατέστεροι, αν κρίνει ο ξένος από την προφορά των περισσοτέρων χωρικών, ηλικιωμένων ή νεαρών.
Οι Βογιαλικιώτες της Ξυλαγανής κατέβηκαν σ' αυτήν στις 14 Νοεμβρίου του 1924. Είναι απλές μα πολύ εύγλωττες οι διηγήσεις τους για τον πόθο τους να έρθουν στην Ελλάδα.
«Ήταν -λέει κάποιος- στον κάμπο ο Χρήστος μας· έβοσκε τα ζώα. Κι ήρθε το βράδυ και μας είπε πως τόμαθαν και κείνα ότι θα φύγουμε για την Ελλάδα. Όταν τ' άκουσαν δεν ήξεραν τι έκαναν.
Έβγαζαν τα κασκέτα τους, τα πετούσαν ψηλά και φώναζαν: «Έεει... θα πάμι σνι' Αλλάδα... θα πάμι σνι' Αλλάδα...».
Το Μεγάλο Βογιαλίκι βρίσκεται περίπου σαράντα με σαράντα-πέντε χιλιόμετρα βορείως της Ανδριανουπόλεως και εξήντα με εξηνταπέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Σαράντα Εκκλησιών. Σχετικά με το όνομά του διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα η εξής εκδοχή. Δυο αδερφοί, Κρήτες ή Ηπειρώτες, που εξασκούσαν το επάγγελμα του «μπογιατζή» (βαφέως) διάλεξαν, για να εγκατασταθούν, το χωριό αυτό, όπου έβρισκαν άφθονα τα φυτά που χρησιμοποιούσαν για τη δουλειά τους. Κι ήταν αυτό ο μέλιγος (μελιά) για το μαύρο χρώμα, το λάπατο (λάπαθο) για το κίτρινο και το ρούδι, το αρζάρι για το κόκκινο και συνδυασμοί τους για ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Με τις φροντίδες της αρμόδιας Επιτροπής και τη μέριμνα της νέας τους πατρίδας τακτοποιήθηκαν, κατά το δυνατόν, στα σπίτια που είχαν αδειάσει λίγο πριν Βούλγαροι με τους οποίους γινόταν η ανταλλαγή του πληθυσμού.
Εγκαταστάθηκαν εκεί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και με πολλή όρεξη και πιο πολλή αγάπη ξανάρχισαν τη ζωή στη χώρα που χρόνια ονειρεύονταν κι όπου βρήκαν άφθονα την ελιά και το λάδι.
Ήταν άνθρωποι προπαντός εργατικοί, με θερμή ιδιοσυγκρασία μα φιλήσυχοι, με χοντρούς κάπως τρόπους μα μ' ευαίσθητη ψυχή, με φτωχή γλώσσα μα με πλούσια καρδιά κι έξυπνο πνεύμα.
Αν η περίσταση τους είχε αναγκάσει να εγκαταλείψουν ολόκληρες περιουσίες, η ίδια δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να φέρουν μαζί τους τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, τις αρχές, τους θεσμούς που ρύθμιζαν τη ζωή τους.
Εγκαταστάθηκαν εκεί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και με πολλή όρεξη και πιο πολλή αγάπη ξανάρχισαν τη ζωή στη χώρα που χρόνια ονειρεύονταν κι όπου βρήκαν άφθονα την ελιά και το λάδι.
Ήταν άνθρωποι προπαντός εργατικοί, με θερμή ιδιοσυγκρασία μα φιλήσυχοι, με χοντρούς κάπως τρόπους μα μ' ευαίσθητη ψυχή, με φτωχή γλώσσα μα με πλούσια καρδιά κι έξυπνο πνεύμα.
Αν η περίσταση τους είχε αναγκάσει να εγκαταλείψουν ολόκληρες περιουσίες, η ίδια δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να φέρουν μαζί τους τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, τις αρχές, τους θεσμούς που ρύθμιζαν τη ζωή τους.
Η ψυχαγωγία φριχτά παρεξηγημένη έχει πάρει τη μορφή της ανόητης κι ακατανόητης βόλτας πάνω στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους ως αργά τη νύχτα.
Τα γνώριμα, τα μετρημένα, τα αγαπημένα τραγούδια, που οδηγούσαν τον έρωτα από τα πιο παστρικά και σίγουρα μονοπάτια, χάθηκαν.
Τη θέση τους πήραν αναρίθμητα λαϊκά που σε κάνουν να ντρέπεσαι για το γελοίο και ρηχό περιεχόμενό τους και τη χυδαία μουσική ή τη μουσική που αγωνίζεται απεγνωσμένα να διεκδικήσει το Θείο αυτό όνομα.
Το υπάκουο γραμμόφωνο σώπασε.
Αχαλίνωτα ηλεκτρόφωνα έχουν κηρύξει ένα πόλεμο νεύρων με τα ακατάληπτα ουρλιάσματα που λέγονται μοντέρνοι ρυθμοί.
Τα γραφικά έθιμα, οι όμορφες παραδόσεις οι θεσμοί σιγά σιγά ακολουθούν ένα ένα στον τάφο αυτούς, που με τόση αγάπη τα μετέφεραν από τόσο μακρυά...
Φταίει ο χρόνος; Ο πολιτισμός; οι άνθρωποι; Ευτυχώς που κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν μπόρεσε ακόμα να ξερριζώσει από μερικές τουλάχιστον καρδιές, την αγάπη γι' αυτά.
Τα γνώριμα, τα μετρημένα, τα αγαπημένα τραγούδια, που οδηγούσαν τον έρωτα από τα πιο παστρικά και σίγουρα μονοπάτια, χάθηκαν.
Τη θέση τους πήραν αναρίθμητα λαϊκά που σε κάνουν να ντρέπεσαι για το γελοίο και ρηχό περιεχόμενό τους και τη χυδαία μουσική ή τη μουσική που αγωνίζεται απεγνωσμένα να διεκδικήσει το Θείο αυτό όνομα.
Το υπάκουο γραμμόφωνο σώπασε.
Αχαλίνωτα ηλεκτρόφωνα έχουν κηρύξει ένα πόλεμο νεύρων με τα ακατάληπτα ουρλιάσματα που λέγονται μοντέρνοι ρυθμοί.
Τα γραφικά έθιμα, οι όμορφες παραδόσεις οι θεσμοί σιγά σιγά ακολουθούν ένα ένα στον τάφο αυτούς, που με τόση αγάπη τα μετέφεραν από τόσο μακρυά...
Φταίει ο χρόνος; Ο πολιτισμός; οι άνθρωποι; Ευτυχώς που κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν μπόρεσε ακόμα να ξερριζώσει από μερικές τουλάχιστον καρδιές, την αγάπη γι' αυτά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:Από το Βογιαλίκι στη Ξυλαγανή, Σ. Παπαδημητρίου