Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ


Η καταστροφή 1, 2, 3


Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜYΛΙΑ (Β.ΘΡΑΚΗ)


Στις 14/27 του Σεπτέμβρη του 1924, μαζεύοντας πάνω στα βοϊδάμαξα και στα λιγοστά αλογόκαρα, ότι μπορεί να μαζέψει μιά οικογένεια -μαζί με την Εθνική τους πίστη- ξεκίνησαν σιγά σιγά, με το ρυθμό της εποχής, εκείνης, για το μεγάλο ταξίδι τους στην Ελλάδα. Από το χωριό μας ξεκίνησαν 350 οικογένειες.Στην τελευταία στροφή του δρόμου, πάνω από έναν ψηλό λόφο, για στερνή φορά, γύρισαν και κοιτάξανε το χωριό. Σφραγίσανε μεσ' στην καρδιά τους την τελευταία ανάμνηση από τα αγαπημένα τους χώματα.

Η μάνα μου θυμάται και μας διηγείται:Από τότε που τελείωσε ο δεύτερος ο πόλεμος (1918) δεν ησυχάσαμε. Περιμέναμε τους δικούς μας, που είχαν φύγει από το βουλγαρικό στρατό και πέρασαν στις γραμμές του ελληνικού. Τριάντα άτομα περίπου. Τους περιμέναμε να γυρίσουν από την Ελλάδα. Μα και σαν γύρισαν πίσω και πάλι δεν ησυxάσαμε Αρxισαν οι συλλήψεις, ανακρίσεις, κρατητήρια και ξυλοδαρμοί. Τους κατηγορούσαν γιατί φύγαν από το στρατό, ότι ήταν κατάσκοποι και πολλά άλλα: Ετσι άρχισαν να κρύβουνται στο βουνό και σιγά σιγά να φεύγουν πάλι για την Ελλάδα, ευτυχώς τώρα ήταν κοντά στα σύνορα. Πολλοί κρύβονταν βδομάδες και μήνες στο βουνό.Κι' όταν από την κυβέρνηση Σταμπολίσκυ δόθηκε αμνηστεία, ύστερα από πίεση της Ελληνικής, ότι πρόκειται για αιχμαλώτους και όχι «αυτομολήσαντες", οι φανατικοί Βούλγαροι εύρισκαν και πάλι, αιτίες να τους συλλάβουν και να τους κακομεταχειριστούν.Εμείς είχαμε τον μπάρμπα-Γιώργο τον Τερζίδη, αδελφό του παππού σου, έφυγε από το Βουλγαρικό στρατό και υπηρέτησε ως λοχίας στον ελληνικό. Τον αδελφό μου, Θόδωρο Σκευούδη, το ίδιο και εκείνος και πολλούς άλλους συγγενείς.Ολοι οι φευγάτοι μας διηγούνταν για τη θάλασσα της Ελλάδας, το κλίμα, τον ήλιο, τα ψάρια και όλα τ' αγαθά της που γνώρισαν. Μερικοί είχαν φτάσει μέχρι την Κόρινθο. Μα προ παντός για την ελευθερία. Ετσι σε όλους μας γεννήθηκε και γιγαντώθηκε ο πόθος μας να έρθουμε στην Ελλάδα.

Κι' όταν πάρθηκε η απόφαση, άρχισαν οι προετοιμασίες. Περάσαμε το καλοκαίρι του 1924 γεμάτοι όνειρα, συζητήσεις, ελπίδες για τη μητέρα-πατρίδα μας, Ελλάδα.Γρήγορα και γεμάτοι ενθουσιασμό να θερίσουμε, ν' αλωνίσουμε, να βολέψουμε τα γεννήματά μας, άλλα να πουλήσουμε κι' άλλα να πάρουμε μαζί μας. Θυμάμαι όμως, το καλοκαίρι, μετά τις δουλειές της ημέρας, έρχονταν οι δυό μικρότεροι αδελφοί του παππού σου, ο Νικόλας και ο Γιώργης, μαζί κι' ο πατέρας σου, κάθονταν στο ξεστρόχι -είδος βεράντας σκεπαστής- και ώρες ολόκληρες-με σκυμμένα τα κεφάλια, πότε συζητούσαν και πότε εμεναν αμίλητοι. Ηταν πολύ σκεφτικοί. Ασφαλώς λογάριαζαν, τι άφηναν. Είχαμε καλή οικονομική κατάσταση. Μα και τις δυσκολίες, και τα εμπόδια που θα βρίσκαμε μέχρι ν' αποκατασταθούμε καλά. Και πόσο δεν πέσανε έξω!

Οταν πλησίασαν οι μέρες να ξεκινήσουμε, ο παππούς ετοίμασε δυό πελώρια αμάξια (αραμπάδες). Εστρωσε γερά πατώματα, έβαλε στα πλαϊνά αραμπάτσες (παραπέτες) και για σκέπασμα έκαμε κουρκούλες με βεργιά. Ράψανε οι γυναίκες και καναβόστρωσες -πανιά από κανάβι που ύφαιναν οι γυναίκες μας- και ήταν έτοιμα για βροχή και ήλιο.Από μέρες αρχίσαμε να τοποθετούμε στ' αμάξια τ' απαραίτητα. Και τι δεν είναι απαραίτητο σ' ένα νοικοκυριό με δυό οικογένειες και οχτώ άτομα; Νοικοκυριό δεκάδων χρόνων.Την ημέρα που ξεκινήσαμε δε θα την ξεχάσω ποτέ ποτέ!
Σηκωθήκαμε πρωί , με το χάραμα. Φορτώσαμε και τα τελευταία πράγματα. Το σπίτι άδειασε. Ένα εικόνισμα αφήσαμε στο εικονοστάσιο, ανάψαμε και το καντήλι να καίει. Ο παππούς έμπαινε-έβγαινε συνεχώς, με μιά νευρικότητα και τα μάτια του τρέχαν- τρέχαν δάκρυα αδιάκοπα. Είχε κτίσει το σπίτι μόνος του, απέκτησε και μεγάλωσε μέσα πέντε παιδιά, πάντρεψε, έθαψε, γνώρισε χαρές και λύπες σ' αυτό το σπίτι: Εκλαιε συνεχώς, γύριζε από δωμάτιο σε δωμάτιο κι' έκλαιε.- Εγώ κρατήθηκα αρκετά.- Σε μιά γωνιά του σπιτιού, κάτω από το εικονοστάσι, είχα την κούνια και κοιμόταν μέσα ο αδελφός σου ο Παναγιώτης, μικρός τότε.Εκανα το σταυρό μου στο εικόνισμα, έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Αδειο το σπίτι, άδεια η κούνια, άδειασε και η καρδιά μου από κουράγιο. Δεν κρατήθηκα, έβαλα τα κλάματα. Ερριξα μια γρήγορη ματιά. Το σπίτι μου φάνηκε σαν ένα απέραντο, χάος. Ετρεξα έξω γρήγορα γρήγορα: Ημουνα η τελευταία που έβγαινε από το σπίτι.Ζέψαμε τα ζώα στα κάρρα, κάναμε το σταυρό μας πολλές φορές και ξεκινήσαμε.


Ολη την ημέρα, με σκυμμένα τα κεφάλια και τα μάτια βουρκωμένα περπατούσαμε δίπλα στα βαρυφορτωμένα αμάξια, με βαρειά καρδιά. Κάθε δρομάκι, κάθε ρυάκι, κάθε πηγή, κάθε πέτρα που περνούσαμε και αφήναμε ήταν για μας ένα κομμάτι της ζωής μας, που έμεινε πίσω.Ετσι το πρώτο βράδυ νυχτωθήκαμε στο βουλγαρικό χωριό Γκιαούρ-Αλάν. Ξεζέψαμε τ' αμάξια, έφτασαν τα κοπάδια με τα πρόβατα και η αγέλη με τα μεγάλα ζώα. Πρώτο βράδυ χωρίς σπίτι, χωρίς χωριό, χωρίς πατρίδα. Με βαρειά καρδιά καθίσαμε να φάμε, μπουκιά ψωμί δεν κατέβαινε. Κι' όταν αργότερα ακούστηκαν τα τραγούδια της«σιντιάνκας» μέσα στο χωριό, τότε όλοι μας θυμηθήκαμε τα δικά μας νυχτέρια και τα χαρούμενα βράδια που περνούσαμε. Σταματήσαμε το φαγητό, όλοι, αποσυρθήκαμε σε μιάν άκρη καθένας μας και μέσα μας, στα βουβά, θρηνήσαμε το χωρισμό μας απ' τ' αγαπημένα μας χώματα.- Ετσι περάσαμε το πρώτο βράδυ της «Εξόδου του Ισραήλ». Και σκουπίζει με το μαντήλι της τα δάκρυα που της φεύγανε.



ΜΟΣΧΟΣ ΤΕΡΖΙΔΗΣ

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ-5ο ΜΕΡΟΣ

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΝΤΙΛΙΩΝ-ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ-ΑΥΡΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ-ΜΠΡΑΒΟ!

O χορός είναι ένας μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας που σημαίνει, μαρτυρεί, διηγείται, εξιστορεί, παρουσιάζει, εκφράζει, διδάσκει και κυριαρχεί, όχι μόνο στους συμμετέχοντες, αλλά και στους θεατές. Προέρχεται από μια σωματο-κιναισθητική ευφυΐα.

Συνυπάρχει σε μια σχέση διαρκούς αλληλεπίδρασης με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του πολιτισμού, όπως είναι η γλώσσα, η μουσική, η φορεσιά ή οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό στοιχείο, και ακολουθεί την εξέλιξή τους διαμέσου της ιστορίας του κοινωνικού συνόλου.

ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Με την κίνηση του κέρσορα θα πάρεις αναλυτικότερες πληροφορίες.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ-4ο ΜΕΡΟΣ

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ-3ο ΜΕΡΟΣ

Οι Λαοί που δεν διδάχτηκαν από της ιστορίας τα δρώμενα μένουν στην ίδια τάξη για να την διδαχθούν καλύτερα .

ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ-ΚΟΤΣΑΡΙ

Το κότσαρι είναι ένας από τους γνωστότερους ποντιακούς χορούς και ίσως ο περισσότερο φημισμένος ποντιακός χορός μετά τον χορό σέρρα. Ο χορός κότσαρι παραδοσιακά ήταν αντρικός χορός. Σήμερα συμμετέχουν σε αυτόν και γυναίκες.


Προέλευση και όνομα
Το όνομα του χορού προέρχεται από τον τρόπο που χορεύεται. Συγκεκριμένα, τα δύο κουτσά βήματα (κοτσά) εκτελούνται στα πρώτα τέσσερα μέτρα του χορού με χτύπημα της φτέρνας (ποντιακά κότσ' )στο έδαφος.
Το κότσαρι είναι χορός του ανατολικού Πόντου από το Καρς όπως των περιοχών της Αργυρούπολης και του Παϊπούρτ, αλλά κυρίως χορευόταν από τους Έλληνες του Καυκάσου. Ήταν ακόμη γνωστός στην περιοχή της Ματσούκας.

Ο χορός κότσαρι εντάσσεται στην ομάδα των ίσιων κουτσών χορών οι οποίοι έχουν ως χαρακτηριστικό τα κουτσά βήματα. Γνωστοί χοροί της ομάδας αυτής είναι χοροί από τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, και γενικότερα στην Μικρά Ασία. Συνεπώς ο γρήγορος και δίσημος ρυθμός του χορού κότσαρι είναι αντίστοιχος με τη σούστα της Ρόδου και το μαλεβιζιώτικο-καστρινό χορό της Κρήτης.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

Μ' ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΒΑΠΟΡΙΑ (ΠΡΟΒΕΣ ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑΣ)






"Οι αληθινοί άνθρωποι της προόδου είναι αυτοί που τρέφουν ένα βαθύ σεβασμό στο παρελθόν" (Ζ. Ρενάν)

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜYΛΙΑ (Β.ΘΡΑΚΗ)

Από το μεγάλο Βογιαλίκι της Αν Ρωμυλίας στην Ξυλαγανή της Δυτικής Θράκης

Οι κάτοικοί του, πρόσφυγες όλοι από την Ανατολική Ρωμυλία και Ανατολική Θράκη, ζουν αγαπημένοι μεταξύ τους.
Πολυπληθέστεροι, ευθύς εξ αρχής, ήταν οι προερχόμενοι από το Μεγάλο Βογιαλίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας και αποδείχθηκαν επικρατέστεροι, αν κρίνει ο ξένος από την προφορά των περισσοτέρων χωρικών, ηλικιωμένων ή νεαρών.
Οι Βογιαλικιώτες της Ξυλαγανής κατέβηκαν σ' αυτήν στις 14 Νοεμβρίου του 1924. Είναι απλές μα πολύ εύγλωττες οι διηγήσεις τους για τον πόθο τους να έρθουν στην Ελλάδα.
«Ήταν -λέει κάποιος- στον κάμπο ο Χρήστος μας· έβοσκε τα ζώα. Κι ήρθε το βράδυ και μας είπε πως τόμαθαν και κείνα ότι θα φύγουμε για την Ελλάδα. Όταν τ' άκουσαν δεν ήξεραν τι έκαναν.
Έβγαζαν τα κασκέτα τους, τα πετούσαν ψηλά και φώναζαν: «Έεει... θα πάμι σνι' Αλλάδα... θα πάμι σνι' Αλλάδα...».
Το Μεγάλο Βογιαλίκι βρίσκεται περίπου σαράντα με σαράντα-πέντε χιλιόμετρα βορείως της Ανδριανουπόλεως και εξήντα με εξηνταπέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Σαράντα Εκκλησιών. Σχετικά με το όνομά του διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα η εξής εκδοχή. Δυο αδερφοί, Κρήτες ή Ηπειρώτες, που εξασκούσαν το επάγγελμα του «μπογιατζή» (βαφέως) διάλεξαν, για να εγκατασταθούν, το χωριό αυτό, όπου έβρισκαν άφθονα τα φυτά που χρησιμοποιούσαν για τη δουλειά τους. Κι ήταν αυτό ο μέλιγος (μελιά) για το μαύρο χρώμα, το λάπατο (λάπαθο) για το κίτρινο και το ρούδι, το αρζάρι για το κόκκινο και συνδυασμοί τους για ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Με τις φροντίδες της αρμόδιας Επιτροπής και τη μέριμνα της νέας τους πατρίδας τακτοποιήθηκαν, κατά το δυνατόν, στα σπίτια που είχαν αδειάσει λίγο πριν Βούλγαροι με τους οποίους γινόταν η ανταλλαγή του πληθυσμού.
Εγκαταστάθηκαν εκεί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και με πολλή όρεξη και πιο πολλή αγάπη ξανάρχισαν τη ζωή στη χώρα που χρόνια ονειρεύονταν κι όπου βρήκαν άφθονα την ελιά και το λάδι.
Ήταν άνθρωποι προπαντός εργατικοί, με θερμή ιδιοσυγκρασία μα φιλήσυχοι, με χοντρούς κάπως τρόπους μα μ' ευαίσθητη ψυχή, με φτωχή γλώσσα μα με πλούσια καρδιά κι έξυπνο πνεύμα.
Αν η περίσταση τους είχε αναγκάσει να εγκαταλείψουν ολόκληρες περιουσίες, η ίδια δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να φέρουν μαζί τους τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, τις αρχές, τους θεσμούς που ρύθμιζαν τη ζωή τους.
Η ψυχαγωγία φριχτά παρεξηγημένη έχει πάρει τη μορφή της ανόητης κι ακατανόητης βόλτας πάνω στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους ως αργά τη νύχτα.
Τα γνώριμα, τα μετρημένα, τα αγαπημένα τραγούδια, που οδηγούσαν τον έρωτα από τα πιο παστρικά και σίγουρα μονοπάτια, χάθηκαν.
Τη θέση τους πήραν αναρίθμητα λαϊκά που σε κάνουν να ντρέπεσαι για το γελοίο και ρηχό περιεχόμενό τους και τη χυδαία μουσική ή τη μουσική που αγωνίζεται απεγνωσμένα να διεκδικήσει το Θείο αυτό όνομα.
Το υπάκουο γραμμόφωνο σώπασε.
Αχαλίνωτα ηλεκτρόφωνα έχουν κηρύξει ένα πόλεμο νεύρων με τα ακατάληπτα ουρλιάσματα που λέγονται μοντέρνοι ρυθμοί.
Τα γραφικά έθιμα, οι όμορφες παραδόσεις οι θεσμοί σιγά σιγά ακολουθούν ένα ένα στον τάφο αυτούς, που με τόση αγάπη τα μετέφεραν από τόσο μακρυά...
Φταίει ο χρόνος; Ο πολιτισμός; οι άνθρωποι; Ευτυχώς που κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν μπόρεσε ακόμα να ξερριζώσει από μερικές τουλάχιστον καρδιές, την αγάπη γι' αυτά.

ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ-ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ







ΔΩ ΣΤΑ ΛΙΑΝΟΧΟΡΤΑΡΟΥΔΙΑ,ΖΩΝΑΡΑΔΙΚΟΣ



Δω στα λιανοχορταρούδια

Στίχοι: Παραδοσιακό Ανατολικής Ρωμυλίας

Δω στα λια- κι αμάν αμάν,

δω στα λιανοχορταρούδια.

Δω στα λιανοχορταρούδια,

τι τρανός χορός θα γένει.

Σαν γαϊτά- κι αμάν αμάν,

σα γαϊτάνι θα παγαίνει.

Σαν γαϊτάνι θα παγαίνει,

πέντε πέρδικες πετούσαν.

Μες τον κά- κι αμάν αμάν,

μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν.

Μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν,

για τα μας τα δυο ρωτούσαν.

Ποια είν' η ά- κι αμάν αμάν,

ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα.

Ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα,

ποια είν' η γαϊτανοφρυδούσα.

ΜΝΗΜΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: O "ΔΑΣΚΑΛΟΣ" ΕΜΠΝΕΕΙ...



Η καλλιέργεια πνεύματος, ιστορικής αναζήτησης και δημιουργικής αξιοποίησης του παρελθόντος και της παράδοσης στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι συμβάλει στην ανάδειξη και αναζωογόνηση του ρόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

MNHMΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΙΣ ΑΝΑΣΥΡΟΥΝ!

" Όποιος την ιστορία του την ίδια δεν ξέρει , το πως και το γιατί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια , στης αμάθειας το σκοτάδι μένει και ζει μονάχα από την μια μέρα στην άλλη"
(Γκαίτε) .

Μ' ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΒΑΠΟΡΙΑ

Μ' ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΒΑΠΟΡΙΑ

Στίχοι - Μουσική - Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Το τραγούδησε και η Σωτηρία Μπέλου

"Μ' αεροπλάνα και βαπόρια

και με τους φίλους τους παλιούς

τριγυρνάμε στα σκοτάδια

κι όμως εσύ δεν μας ακούς.

Δεν μας ακούς που τραγουδάμε

με φωνές ηλεκτρικές

μες στις υπόγειες στοές

ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε

τις βασικές σου τις αρχές.

Ο πατέρας μου ο Μπάτης

ήρθε απ' τη Σμύρνη το εικοσιδυό

κι έζησε πενήντα χρόνια

σ' ένα κατώι μυστικό.

Σ' αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε

τρώνε βρώμικο ψωμί

έλεγε ο Μπάτης μια Κυριακή

κι οι πόθοι τους ακολουθούνε

υπόγεια διαδρομή.

Χτες το βράδυ είδα ένα φίλο

σαν ξωτικό να τριγυρνά

πάνω στη μοστοσικλέτα

και πίσω τρέχανε σκυλιά.

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα

βάλε στα ρούχα σου φωτιά

βάλε στα όργανα φωτιά

να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα

η τρομερή μας η λαλιά"